- λεσβιάδα
- η (Α λεσβίας, -άδος)βλ. λέσβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεσβιάδα — η αυτή που κατάγεται από τη Λέσβο ή η ομοφυλόφιλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… … Dictionary of Greek